- κούρος
- Μαρμάρινο αναθηματικό ή επιτύμβιο άγαλμα της μνημειακής ελληνικής αρχαϊκής πλαστικής, που απεικονίζει νέους σε όρθιο γυμνό. Ο εικαστικός τύπος του κ., εμπνευσμένος από αιγυπτιακά πρότυπα, εμφανίζεται όρθιος, μετωπικός, με φαρδείς ώμους, λεπτή μέση, βραχίονες συνήθως τεντωμένους και κολλημένους στα πλευρά –σπανιότερα με κάποια κάμψη στους αγκώνες–, χέρια σφιγμένα σε πυγμές και το αριστερό πόδι ελαφρά προτεταμένο. Παρά τις φαινομενικές ομοιότητές του με τα αιγυπτιακά πρότυπα, στον κ. διακρίνονται πολύ σημαντικές διαφορές: απουσιάζουν τα οπίσθια υποστηρίγματα, στέκει ελεύθερος στον χώρο, είναι εντελώς γυμνός και κυρίως δεν ακολουθεί ανεξέλεγκτα τα προκαθορισμένα συμβατικά μέτρα –όπως συνέβαινε επί χιλιετίες στην Αίγυπτο– αλλά αποτελεί έκφραση συνεχών ερευνών της φυσικής αρμονίας και καθορίζει μια νέα αντίληψη της ουσίας της τέχνης, η οποία παύει να λειτουργεί ως εικαστική υπόμνηση τυποποιημένων εννοιών και εξελίσσεται σε πηγή έκφρασης της ζωής και του ανθρώπινου πνεύματος.
Η εμφάνιση των κ. χρονολογείται στο τελευταίο τέταρτο του 7ου αι. έως τις αρχές του 5ου αι. π.Χ. Αντίστοιχοι με τις σύγχρονές τους κόρες, οι κ. αποτελούν τον τύπο του αγάλματος στον οποίο οι καλλιτέχνες της αρχαιότητας διερεύνησαν επί περίπου 150 χρόνια τις σχέσεις του εξωτερικού σχήματος του ανθρώπινου σώματος με την οργανική του δομή, τη λειτουργία της ανατομίας και, γενικά, τους πολύπλοκους μηχανισμούς του.
Η γενέτειρα του κ. είναι άγνωστη, ωστόσο φαίνεται ότι αυτός ο τύπος αγάλματος διαδόθηκε ταχύτητα σε όλο τον ελληνικό χώρο. Στα παλαιότερα δείγματα του τέλους του 7ου αι. π.Χ. (περ. 615-590 π.Χ.) ανήκουν ο κ. του Σουνίου, ύψους 3 μ. –που βρέθηκε μαζί με μέλη τριών άλλων κ. στο ιερό του Ποσειδώνα– ένα κεφάλι, το χέρι και άλλα μέλη ενός κ. από το νεκροταφείο του Διπύλου (όλα βρίσκονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών), ο άριστα διατηρημένος κ. του Μητροπολιτικού Μουσείου της Νέας Υόρκης (επίσης από την Αττική), ο Κίτυλος και ο Δέρμις από τη Βοιωτία, ο Κλέοβις και ο Βίτων του γλύπτη Πολυμήδους (μουσείο Δελφών), ο κολοσσιαίος, πεσμένος στο έδαφος κ. της Δήλου, τμήματα άλλων κολοσσιαίων κ. στη Σαντορίνη και στη Σάμο κ.ά. Στα μαρμάρινα αυτά έργα, οι διαστάσεις των οποίων ξεπερνούν κατά πολύ εκείνες του ανθρώπινου σώματος, όπως και στις αντίστοιχες χρονολογικά κόρες, η κυβική κατασκευή μαρτυρεί την προσήλωση των καλλιτεχνών στον όγκο του υλικού. Παρά την απόλυτη μετωπικότητα και συμμετρία δεξιάς και αριστερής πλευράς, τις γενικά επίπεδες επιφάνειες, τη σχηματοποιημένη, σχεδόν διακοσμητική απόδοση των χαρακτηριστικών του προσώπου, των μαλλιών, των γονάτων, του υπογαστρίου και πολλών άλλων λεπτομερειών, τη στήριξη του σώματος και στα δύο πόδια, στους πρώτους αυτούς κ. αποτυπώνεται η σαφήνεια της σκέψης των δημιουργών τους, οι οποίοι, εστιάζοντας στο κύριο αίτημα της ισορροπίας του αγάλματος στον ελεύθερο χώρο, αρχικά επέδειξαν μεγαλύτερη προσοχή σε δύο στοιχεία: τη στατική στήριξη της μορφής σε έναν κεντρικό κατακόρυφο άξονα και τη δυναμική ανταπόκριση του φυσικού σώματος με την ένταση των ισχυρών μυώνων της κνήμης, του μηρού και των γλουτών.
Κατά τη μέση αρχαϊκή περίοδο (περ. 580-535 π.Χ.) οι κ. απέκτησαν φυσικότερες διαστάσεις και μεγαλύτερη πλαστικότητα. Ο γραμμικός και γεωμετρικός καθορισμός των μυών παραχώρησε τη θέση του σε μια λειτουργική αλληλεξάρτηση των όγκων και των σχημάτων, οι διακοσμητικές λεπτομέρειες περιορίστηκαν στο ελάχιστο και το σύνολο μετατράπηκε σε έναν σχεδόν ζωντανό οργανισμό. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν οι κ. της περιόδου 575-550 π.Χ., όπως της Βολομάνδρας και της Μήλου (και οι δύο στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών) κ.ά.
Στο τέλος της αρχαϊκής εποχής (540−480 π.Χ.) το αθλητικό σώμα του κ. απέκτησε όλη τη φυσική του ελαστικότητα, με τη συνύπαρξη του εσωτερικού σκελετού και της μυολογίας σε πλήρη αρμονία. Όλες οι εσωτερικές λειτουργίες του οργανισμού ενσωματώθηκαν στη φαινομενικά απλή μορφή, τα χέρια ελευθερώθηκαν και απομακρύνθηκαν από τα πλευρά, με αποτέλεσμα τη δημιουργία του ιδανικού ομοιώματος του νέου των Περσικών πολέμων. Οι κ. αυτής της κατηγορίας που έχουν βρεθεί είναι πολλοί: οι κ. της Αναβύσσου, της Αθήνας, του Πτώου της Βοιωτίας (Αρχαιολογικό Μουσείο), ο επιλεγόμενος Απόλλων Στράνγκφορντ (Λονδίνο, Βρετανικό Μουσείο) και άλλοι από τη Σάμο, τη Ρόδο, τη Μικρά Ασία, τη νότια Ιταλία και τη Σικελία, που χρονολογούνται περίπου μεταξύ 540 και 515 π.Χ.
Το άγαλμα ενός εφήβου των αρχών του 5ου αι. π.Χ., ο επονομαζόμενος Κριτίου παις (490−480 π.Χ., Αθήνα, Μουσείο Ακρόπολης), σηματοδότησε τη μετάβαση από τη στάση στην κίνηση, με την κατάργηση της μετωπικότητας, της συμμετρικής κατανομής των μελών γύρω από τον κατακόρυφο κεντρικό άξονα και της στήριξης του σώματος και στα δύο πόδια. Με τη νέα τεχνική, το προτεινόμενο προς τα εμπρός πόδι έγινε πιο ελαφρύ, κατέστη άνετον και το βάρος μετατέθηκε κυρίως στο άλλο πόδι, το στάσιμον. Η πλευρά του άνετου σκέλους τοποθετήθηκε πιο μπροστά και ελαφρώς χαμηλότερα από την άλλη, ενώ το κεφάλι παρουσίαζε μια ανεπαίσθητη κλίση. Ο πανάρχαιος νόμος της στατικής μετωπικότητας αντικαταστάθηκε από την κίνηση, που οδήγησε την ελληνική πλαστική στις μεταγενέστερες εξελίξεις της.
Άγαλμα εφήβου των αρχών του 5ου αι. π.Χ., ο «Κριτίου παις», που σημειώνει τη μετάβαση από τη στάση στην κίνηση (Μουσείο Ακρόπολης, Αθήνα).
Στη μέση αρχαϊκή περίοδο (περ. 580-535 π.Χ.) οι κούροι αποκτούν φυσικότερες διαστάσεις και μεγαλύτερη πλαστικότητα· στην κατηγορία αυτή ανήκει ο κούρος της Μήλου, που χρονολογείται περίπου μεταξύ 575 και 550 π.Χ. (βρέθηκε στη Μήλο το 1891) (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Αθήνα).
Στα τέλη της αρχαϊκής περιόδου (περ. 540-480 π.Χ.) το αθλητικό σώμα του κούρου έχει αποκτήσει όλη τη φυσική του ελαστικότητα, ο εσωτερικός σκελετός και η μυολογία συνεργάζονται αρμονικά και τα χέρια έχουν αποσπαστεί από το σώμα· στην κατηγορία αυτή ανήκει ο κούρος της Αναβύσσου, που χρονολογείται περίπου μεταξύ 540 και 515 π.Χ. (βρέθηκε στην Ανάβυσσο της Αττικής το 1936) (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Αθήνα).
Ο κούρος του Σουνίου, που χρονολογείται περίπου μεταξύ 615 και 590 π.X. (βρέθηκε στο Σούνιο το 1906 και ήταν στημένος, μαζί με άλλους όμοιους, μπροστά στον ναό του Ποσειδώνα), είναι από τα παλαιότερα δείγματα αρχαϊκών κούρων (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Αθήνα).
* * *(I)ο (ΑM κοῡρος)αρχαϊκό άγαλμα νέου άντρανεοελλ.πετεινός, κόκοραςμσν.-αρχ.νέος, παληκάρι, κόρος* («ἐκ μὲν Δουλιχίοιο δύω καὶ πεντήκοντα κοῡροι κεκριμένοι», Ομ. Οδ.)αρχ.γιος («κοῡρον Ζήθοιο ἄνακτος», Ομ. Οδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Ιων. και ποιητ. τ. τού κόρος*. Η χρήση τού ιων. τ. κοῦρος για τον χαρακτηρισμό τών αρχαϊκών αγαλμάτων οφείλεται προφανώς στο γεγονός ότι τέτοια αγάλματα κατασκευάστηκαν για πρώτη φορά σε περιοχές τής Ιωνίας (Έφεσο, Σάμο, Χίο κ.ά.].ΠΑΡ. αρχ. κουρήϊος, κούρητες, Κουρήτες, κουρίδιος, κουρίζω, κουρικός, κούριος, κουρόσυνος, κουρότερος, κουρώδης.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) μσν. κουροφθόροςαρχ.κουροβόρος, κουρογονία, κουροθαλής, κουροκτόνος, κουροτόκος, κουροτρόπος, κουροτρόφος κουρόφιλος. (Β' συνθετικό) αρχ. αγλαόκουρος, άκουρος].————————(II)κοῡρος, ὁ (Α)μικρό κλαδί που κόβεται από δένδρο για καθαρισμό.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κουρά].————————(III)οτο κούρεμα, η κουρά.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού κουρεύω].
Dictionary of Greek. 2013.